- σχεδιάζω
- ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο]νεοελλ.1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί»)3. φρ. «σχεδιασμένη οικονομία»(οικον.) η κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία βάσει προκαταρκτικού αυστηρού σχεδιασμούμσν.-αρχ.1. (κυρίως σχετικά με έδεσμα) ετοιμάζω την τελευταία στιγμή, πρόχειρα2. (γενικά) δημιουργώ, κατασκευάζωαρχ.1. λέω, γράφω ή πράττω κάτι χωρίς να τό έχω μελετήσει από πριν ή χωρίς να τό έχω προετοιμάσει, αυτοσχεδιάζω2. απαγγέλλω χωρίς προηγούμενη προετοιμασία3. πλάθω, επινοώ ιστορίες4. αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη, σκέπτομαι χωρίς περιορισμούς5. συνθέτω κάτι πρόχειρα6. ενεργώ με αμέλεια, αμελέτητα, παραμελώ7. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.